Τετάρτη 10 Σεπτεμβρίου 2008

Η Αλήθεια ελευθερώσει υμάς...




Διαβάζοντας κανείς το παραπάνω χωρίο της Αγ. Γραφής αμέσως διερωτάται για την έννοια της αλήθειας, του περιεχομένου της, της ανταπόκρισής της απ’ τους άλλους, του αποτελέσματος της επιφάνειας της. Οπότε, δημιουργούνται δύο ερωτήματα, το πρώτο «τι είναι αλήθεια; », το δεύτερο «από τι μας ελευθερώνει η έλευση της αλήθειας στη ζωή μας; », ίσως και ένα τρίτο «τι είναι ελευθερία;
Αλήθεια. Δύσκολο και συνάμα τόσο εύκολο να μιλήσει κανείς για την ουσία της αλήθειας. Δύσκολο διότι πολλοί είναι αυτοί οι οποίοι θεωρούν ότι κατέχουν την αλήθεια, εύκολο γιατί ο δρόμος της αλήθειας είναι γνωστός και αν μη τι άλλο, προσιτός προς όλους. Οι δυσκολίες που συναντά κανείς στην υιοθέτηση της αλήθειας όπως προείπαμε, έρχεται σε συνάρτηση με τον εγωισμό του καθενός. Όλοι γνωρίζουν, όλοι έχουν άποψη και καλά κάνουν. Ωστόσο, για να έχει κάποιος άποψη είναι αναγκαίο να έχει και βίωμα. Η αλήθεια είναι πάλη, η αλήθεια είναι βίωμα.
Ζώντας κανείς με το Πρόσωπο του Χριστού στη ζωή του και δι’ αυτής της διαρκούς πραγματικότητας η αλήθεια γίνεται βίωμα και τούτο γιατί η ίδια η φύση του Χριστού είναι συνυφασμένη με την αλήθεια, τούτο διότι ο Χριστός είναι η αλήθεια, η υπεράνω αλήθεια. Όταν ρωτήθηκε από τον Πιλάτο, «συ ει ο Βασιλεύς των Ιουδαίων;». ο Ιησούς εσιώπα. Ο Πιλάτος κάνει αυτή την ερώτηση προκειμένου να λάβει μιαν απάντηση. Κι όμως, ο Ιησούς εσιώπα. Δεν υπήρχε ανάγκη να μιλήσει γιατί ό, τι και να έλεγε θα ήταν λίγο, και τούτο διότι η σωματική Του παρουσία στο Κριτήριο αποτελούσε την ίδια την αλήθεια. Δεν υπήρχε λόγος να απαντήσει, ο Ίδιος ο Λόγος του Θεού. Η αλήθεια, σαρκωμένη, παρίσταται κρινόμενη μπροστά στον Πιλάτο.
Η σάρκωση του Λόγου, αποτελεί μείζον μέρος της αλήθειας της Ορθοδοξίας και του χριστιανισμού εν γένει. Ίσως όχι μόνο μείζον, αλλά η κατάσταση της αλήθειας από την οποία πηγάζουν όλες οι άλλες. Τα πάντα θα ήταν μάταια και ψευδή αν δεν σαρκωνόταν ο Θεός και αν δεν φανερώνονταν κατ’ αυτόν τον τρόπο στο γένος των ανθρώπων, ο δημιουργός πάντων των γεγονότων. Των κοσμοϊστορικών από τη μία, των μικροκοσμικών από την άλλη. Ο εν Τριάδι Θεός πέρα από τη μέριμνα Του για τον κόσμο στο σύνολο του, μεριμνά για τον καθένα ξεχωριστά. Παραστέκεται και συμπαραστέκεται, παρασύρει στην αιωνιότητα.
Η συμπόρευση με τον Χριστό είναι ένα ταξίδι στην αλήθεια. Η ιερή οδοιπορία της ζωής μας στα πλαίσια της αλήθειας είναι ένας δρόμος προς την Βασιλεία της αλήθειας. Ο Χριστός σαρκώνεται και γίνεται άνθρωπος, εις εξ ημων, βιώνοντας λάθρα αρχικά, βιώνοντας δημόσια στη συνέχεια προκειμένου να αφανίσει οτιδήποτε έχει σχέση με το ψεύδος. Οπότε η πάλη όσων επιθυμούν να τον ακολουθήσουν καθίσταται ένας αγώνας μεταξύ αλήθειας και ψέματος.
Όλοι «γνωρίζουν», κατέχουν πολλοί κριτήριο σχετικά με την αλήθεια, βάσει μιας γνώσης κοσμικής και τελικά δε γνωρίζουν τίποτε. Αρνήθηκαν να ταξιδέψουν μαζί με τον Χριστό κι αρνήθηκαν χωρίς καν να το επιδιώξουν. Έτσι έμαθαν να αρνούνται οτιδήποτε ξεπερνάει την «εξειδίκευση» του εαυτού τους. Ο εαυτός μας χωρίς τον Χριστό ανήκει στο ψέμα ή καλύτερα στο αδιέξοδο. Ο εαυτός μας εύκολα αρνείται , εύκολα καταδικάζει, εύκολα ετεροκαθορίζει και τούτο γιατί κρίνει με τα δικά του κριτήρια τα οποία είναι συχνά ανώτερα για τους άλλους και συχνότερα ελαστικά γι’ αυτόν.
Πόσος αγώνας, λοιπόν, χρειάζεται για να ακολουθήσει κάποιος την αλήθεια του Χριστού; Αν χρειάζεται, σίγουρα είναι μεγάλος. Και είναι μεγάλος γιατί συνεπάγεται με την άρνηση και τη διαδικασία αφάνισης του ίδιου του κριτηρίου του ευατού. Προχθές, άκουσα μιαν ιστορία. Κάποιο πεντάχρονο παιδάκι, στον παιδικό σταθμό, τσακώθηκε με κάποιον συμμαθητή του και ο δεύτερος άρχισε να βρίζει το Θεό. Ο πρώτος του λέει: μη βρίζεις το Θεό! Και ο συμμαθητής του απαντά: Ο Θεός δεν υπάρχει, αν υπήρχε δεν θα χώριζαν οι δικοί μου! Τότε ο μικρός, πήγε στη μητέρα του κλαίγοντας: Μαμά! Δεν υπάρχει ο Θεός γιατί οι γονείς του φίλου μου χώρισαν. Η μητέρα του απάντησε : Υπάρχει, γιατί αγαπάω τον πατέρα σου και εμείς αγαπάμε εσένα.
Μπορούμε, ορμώμενοι απ’ αυτή την ιστορία να συμπεράνουμε πολλά. Η συσσώρευση του εγωισμού των γονέων αυτών, το πιθανότερο είναι να οδήγησε στον χωρισμό τους. Έτσι, δημιουργείται μια αλυσίδα εγωισμός- άρνηση της αλήθειας- ψεύδος. Αναγνωρίζει κάποιος την αλήθεια, την αναγνωρίζει και κάποιος άλλος. Έχουν κάτι κοινό- έναν κοινό παρονομαστή πάνω σ’ ένα θέμα μια «κοινή αλήθεια» όχι μόνο στην Πίστη αλλά και πολλά πράγματα. Πόσο μάλλον σε θέματα πίστεως, όπου κυριαρχεί το βίωμα της αλήθειας. Ζω με τον Χριστό, σημαίνει ζω μαζί με τους άλλους που βιώνουν την αλήθεια του Χριστού. Έτσι το «αληθεύειν» έρχεται και ταυτίζεται με το «κοινωνείν» . Το βίωμα όμως του κοινωνείν ολοκληρώνεται με το διδάσκειν. Όταν δεν ζω στα πλαίσια της Σύναξης, με ανθρώπους οι οποίοι δεν βιώνουν την Αθανασία τόσον της αλήθειας όσον και της Κοινωνίας (των Προσώπων μεταξύ τους με στόχο την μυστική κοινωνία με το κατεξοχήν Πρόσωπο) προσπαθώ να κάνω το βίωμα μου λάμψη στα μάτια τους.
Όταν βάδιζε ο Ιερός Χρυσόστομος δίδασκε με το βάδισμά του. Όταν ο Μέγας Αντώνιος δεν μιλούσε, οι συνασκητές του έλεγαν «αρκείν του βλέπειν σε πάτερ». Η αλήθεια του Χριστού, το βίωμα στα πλαίσια της Παρουσίας Του ή η Θεωμένη αλήθεια, είναι αλήθεια διακρινόμενη, αλήθεια που ξεχωρίζει.
Στον Χριστιανισμό, « είμαι ξεχωριστός» συνεπάγεται με το «είμαι αληθινός», στα πλαίσια της αλήθειας και της αγάπης του Χριστού. Κι εδώ έρχεται ένα άλλο θέμα. Με τον Χριστό είμαι αληθινός, γιατί αγαπάω. Βασική αλήθεια ή καλύτερα η μέγιστη που πηγάζουν οι άλλες είναι η αγάπη του Τριαδικού Θεού για το ανθρώπινο φύραμα αφενός, αφετέρου η μίμηση της κοινωνίας των Τριών Προσώπων (κοινωνία αλληλοπαραχώρησης) από το μέρος της Κοινωνίας των πιστών, της Σύναξης. Έτσι, φθάνουμε στο συμπέρασμα ότι εκτός από την αλήθεια στα πλαίσια της αγάπης του Χριστού, θεμελιακό στοιχείο αποτελεί το βίωμα της εν Χριστώ κοινότητας, το βίωμα της Εκκλησίας. Συζητάω. Πηγαίνεις στην Εκκλησία ; Απάντηση. Όταν είναι άδεια, περνάω και ανάβω ένα κεράκι. Δεν σε ρώτησα, αν πηγαίνεις στο Ναό, σε ρώτησα αν εκκλησιάζεσαι, αν μετέχεις στον κοινή ευχαριστηριακή Σύναξη.
Η Σύναξη αποτελεί το σύνολο των ανθρώπων που βιώνουν την αλήθεια, την κοινωνία όσων αγωνίζονται να γίνουν μέτοχοι και άξιοι της αλήθειας, δηλαδή να αναδειχθούν και να καταρτισθούν πνευματικά σε τέτοιο βαθμό ούτως ώστε να «χαθούν» μες την αλήθεια του Χριστού, να γίνουν ουρανοβάμονες ή καλύτερα αληθοβάμονες.
Από τη μια έχουμε την έννοια της «Σύναξης», απ’ την άλλη την έννοια της αγιότητας. Η μια είναι μέρος της άλλης. Χωρίς σύναξη δεν δύναται να υπάρχει αγιότητα. Χωρίς αγιότητα δεν δύναται να υπάρξει σύναξη. Ας το δούμε καλύτερα. Κατά την πίστη μας ο μόνος δρόμος – ή καλύτερα ο μόνος σίγουρος δρόμος, είναι η Εκκλησία, η κιβωτός της βασιλείας, το λιμάνι της σωτηρίας. Ο Χριστός ίδρυσε Εκκλησία, έκανε μια πανανθρώπινη κλήση, εντοιχίζοντας το ίδιο το Αίμα Του και το Σώμα Του, την θυσία του δηλαδή στο σύνολό της, μεταφορικά, στα θεμέλια Της. Πρώτη σχέση Εκκλησίας και αγιότητας. Η Εκκλησία, στην αποκάλυψη του Θεού στον άνθρωπο, ιδρύθηκε από τον μόνο Άγιο και Πανάγιο Ιησού Χριστό. «Εξηγόρασε την ανθρώπινη φύση, απ’ την κατάρα του Νόμου, με το τίμιο Αίμα Του, καρφωμένος πάνω στο Σταυρό και με την κεντημένη Του πλευρά, πήγασε την αθανασία για τους ανθρώπους». Η ίδρυση, λοιπόν, της Εκκλησίας (η οποία εκφράζεται εν συνόλω στα πλαίσια της Σύναξης) πηγάζει από το Αίμα του Γολγοθά. Αλλά επειδή «ου Χριστός ουκ εγήγερται, ματαία η πίστις ημών» έρχεται ο νεκρός του Γολγοθά και συσπειρώνει την Εκκλησία Του γύρω από το κενό μνήμα του Νικοδήμου. Ντύνει την Εκκλησία Του με την αθανασία. Δεν αφήνει μόνο τη θυσίαως ιδρυτική πράξη της Εκκλησίας αλλά επισφραγίζει την ίδρυση αυτή με την «δωρεά της Αναστάσεως, της αφθαρσίας «γενόμενος πρωτότοκος των νεκρών», συνενώνοντας την Εκκλησία της γης με την ουράνια, δίνοντας στην Ανάσταση ένα χαρακτήρα προϋπόθεσης του βιώματος της αλήθειας. Χωρίς την Ανάσταση δεν θα υπήρχε βίωμα αλήθειας. Η Ανάσταση αποτελεί το έμπρακτο κριτήριο για τη ζωή με τον Χριστό, για τη ζωή στην αλήθεια.
Το βίωμα της Ανάστασης και της ζωής όπως οριοθετείται στα αναστάσιμα πλαίσια, έρχεται σε άμεση σχέση με τη σύναξη των πιστών, την ευχαριστηριακή δηλαδή κατάσταση κατά την οποία αστείρευτα χέεται το Αίμα του Κυρίου και δι’ αυτού ζωογονείται.
Μια άλλη σχέση που έχει η Σύναξη και η αγιότητα είναι ότι η εν Συνάξει κοινότητα προσπαθεί να γίνει μύστις της αλήθειας και να ξεπεράσει κι αυτό το βίωμα της. Να περάσει από την μυστικιστική κατάσταση του βιώματος της αλήθειας, σε μια μυστική μέθεξη στην αλήθεια και να οδηγηθεί στην αγιότητα. Στόχος λοιπόν, ένα ιδιαίτερο Πάσχα. Ένα πέρασμα από το θάνατο στη ζωή, απ’ τη γη της δουλείας του ψεύδους, στη γη της αλήθειας, στην πεμπτουσία της Ελευθερίας. Η αλήθεια οδηγεί στην Ελευθερία όπως αυτή φαίνεται από το βίωμα της αλήθειας. Αυτός που ζει στην αλήθεια είναι ο ουσιαστικά ελεύθερος, ο αποδεσμευμένος από τα πάθη του ψεύδους, ο λυτρωμένος από την «Φαραωνίτιδα πανστρατιά υπέρλαμπρο δύναμη» η οποία είναι αφενός υπέρλαμπρη λόγω του ψεύδους που την πλαισιώνει και την κάνει λαμπρή, ακριβή και ξεχωριστή ακριβώς γιατί είναι ψευδής, αφετέρου «δύναμη» γιατί έχει πολλούς θιασώτες.
Είναι εύκολο να ακολουθούμε το ψεύδος γιατί δεν απαιτεί τίποτε από εμάς, μάλιστα έχει την ανάγκη μας για να υπάρξει. Η αλήθεια, είτε την ακολουθούμε, είτε όχι, παραμένει αλήθεια, δεν έχει η ίδια ανάγκη να την ακολουθήσουμε, εμείς έχουμε ανάγκη να την υιοθετήσουμε με στόχο την ανανέωση της υιοθεσίας μας από τον Θεό, η οποία χάθηκε απ’ τους χωματένιους Προπάτορες, πλανεύθηκε από την γη της Ουρ ως τη Χαναάν, απ’ τη γη των Ελλήνων ως τις κινεζικές δυναστείες. «Και ότε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, εξαπέστειλεν ο Θεός τον Υιόν Αυτού, γενόμενον εκ γυναικός, γενόμενον υπό Νόμον ίνα τους υπό Νόμον εξαγοράση, ίνα την υιοθεσίαν απολάβωμεν». Η ανανεωμένη ζωή φανερώνεται στο Πρόσωπο του Χριστού και αποτελεί κριτήριο ελευθερίας, πρόσκληση Αθανασίας.
Ο όντως ελεύθερος είναι αυτός που προσδοκεί και ελπίζει εν Χριστώ, όπως η Προφήτις Άννα, θυγατέρα Φανουήλ και τον Δίκαιο Συμεών. Αποδεσμευμένες οι δύο προσωπικότητες ανέμεναν τον Λυτρωτή. Διακατέχονταν από την Ελπίδα, κάτι που λείπει από τους περισσότερους. Με την έγερση του Χριστού και την Πεντηκοστή δεν μιλάμε όμως μονάχα για Ελπίδα, μιλάμε για σιγουριά. Για την σιγουριά της πραγμάτωσης δια την κοινής αναμονής της Βασιλείας της Όγδοης ημέρας. Έρχεται ο Χριστός στον Ιορδάνη, για να αρχίσει την διαδικασία της ανανέωσης, της ένωσης των πάλαι διεστώτων, των δύο ακτών που είχαν απομακρυνθεί, Θεό και Άνθρωπο. Ο Χριστός δεν δίνει την Ελπίδα. Ο Χριστός είναι η ίδια η Ελπίδα. Μαζί με την έννοια της Ελπίδας ενσαρκώνει την έννοια της Ελευθερίας. Στο Πρόσωπο Του ενώνεται η Αλήθεια και η Ελπίδα οδηγώντας στην κατά Θεό Ελευθερία.
Ο υπομείνας εις τέλος ούτος και σωθήσεται. Ποια υπομονή; Υπομονή στο Έλεος του Θεού που «καταδιώκει», το Έλεος του Θεού που «κυνηγάει», το Έλεος του Θεού που ελευθερώνει. Αυτός που ελευθερώνει από τον Θάνατο, ελευθερώνει τη ζωή. Όχι αυτόματα αλλά με την προϋπόθεση της αυτοδιάθεση στα πλαίσια του προσωπικού αγώνα. Του αγώνα στα πλαίσια της Σύναξης. Ενός αγώνα που ορίζεται από τον Θεό, που είναι γνώστης των προσωπικών μας ορίων. «μη πάντες απόστολοι; Μη πάντες προφήται;» ρωτάει ο Παύλος. Όχι, αλλά «μικρά η ζύμη, όλον το φύραμα ζυμοί». Ο Χριστός ζητάει από εμάς τα ελάχιστα. Εμείς αγωνιζόμαστε να δώσουμε παραπάνω εκεί που νομίζουμε πως χρειάζεται. Μας κτυπά την πόρτα της ψυχής. Όταν καταφέρουμε να ανοίξουμε, στη μέθεξη της Αλήθειας, Θα είμαστε ουσιαστικά Ελεύθεροι.